απόρθητος

απόρθητος
η , ο [ος , ον ]
1) неприступный; непреодолимый; 2) незахваченный, незанятый (о крепости, городе и т. п.); 3) перен. неприступный (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "απόρθητος" в других словарях:

  • ἀπόρθητος — not sacked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόρθητος — η, ο (AM ἀπόρθητος, ον) [πορθώ ( έω)] αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί …   Dictionary of Greek

  • απόρθητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να κυριευτεί, ο άπαρτος: Τα νησιά μας στο ανατολικό Αιγαίο είναι σήμερα απόρθητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπόρθητον — ἀπόρθητος not sacked masc/fem acc sg ἀπόρθητος not sacked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορθήτοιο — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορθήτοις — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορθήτου — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορθήτους — ἀπόρθητος not sacked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορθήτων — ἀπόρθητος not sacked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρθητα — ἀπόρθητος not sacked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρθητοι — ἀπόρθητος not sacked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»